- τασμάνιος
- -α, -ο, Νφρ. «τασμάνιο γεωσύγκλινο»γεωλ. επιμήκης αύλακα τού στερεού φλοιού τής Γης, στην ανατολική Αυστραλία, μέσα στην οποία αποτέθηκαν ιζήματα κατά τον παλαιοζωικό αιώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Tasman (geosyncline) < Tasmania, νησί στον νότιο Ειρηνικό].
Dictionary of Greek. 2013.